- στούρνος
- (sturnus). Ωδικά πουλιά της οικογένειας των Στουρνιδών, γνωστά και σαν ψαρόνια. Το ράμφος τους είναι μυτερό και συμπιεσμένο, οι φτερούγες τους μακριές, η ουρά τους κοντή και τα πόδια τους κοντόχοντρα, σκεπασμένα στο μπροστινό τμήμα, με πλατιές φολίδες. Οι σ. έχουν στα πόδια μακριά δάχτυλα και ιδιαίτερα, αυτό που βρίσκεται στο πίσω μέρος, πολύ αναπτυγμένο. Αντιπροσωπευτικό είδος τους είναι ο σ. ο κοινός, πουλί πολύ διαδομένο στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Το χρώμα του είναι πράσινο σκούρο με κοκκινωπές ανταύγειες και το ράμφος είναι κίτρινο. Το είδος αυτό κατασκεύαζα τη φωλιά του μέσα σε κοιλώματα δέντρων ή σε ερειπωμένους τοίχους και αποθέτει εκεί τα αβγά του, συνήθως 5, με χρώμα ανοιχτό γαλάζιο. Τους νεοσσούς φροντίζουν και διατρέφουν και οι δύο γονείς.
Οι σ. τρέφονται με έντομα και πολλές φορές ακολουθούν τα κατοικίδια ζώα, τα οποία και απαλλάσσουν από τα έντομα που παρασιτούν στο σώμα τους. Τρώνε επίσης και μικρά μαλάκια, σκουλήκια και φυτικές ουσίες. Πουλιά μεταναστευτικά, περνάνε από την Ελλάδα κατά το φθινόπωρο και πολλά απ’ αυτά διαχειμάζουν στη χώρα. Σε πολλές μάλιστα ελληνικές περιοχές θεωρούνται πολύ ωφέλιμα, γιατί «καθαρίζουν» τον τόπο από τα έντομα. Διατηρούνται επίσης σε κλουβιά. Στην αιχμαλωσία τους μαθαίνουν διάφορες λέξεις και μιμούνται διάφορους ήχους.
* * *ο [στουρνάρι]1. μεγάλο στουρνάρι2. μτφ. τελείως άξεστος και ακοινώνητος άνθρωπος3. ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών.
Dictionary of Greek. 2013.